διαμυκτηρίζω

διαμυκτηρίζω
διαμυκτηρίζω, strengthd. for μυκτηρίζω, D.L.9.113.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαμυκτηρίζω — (Α) [μυκτηρίζω] μυκτηρίζω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • διαμυκτηρίσαι — διαμυκτηρίζω aor inf act διαμυκτηρίσαῑ , διαμυκτηρίζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμυκτηρίζητε — διαμυκτηρίζω pres subj act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμυκτηρίζοιντο — διαμυκτηρίζω pres opt mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”